Εορτολόγιο 21 Μαΐου: Σημαντική εορτή της Ορθοδοξίας – Ποια ονόματα τιμώνται σήμερα

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025: Σύμφωνα με το εορτολόγιο, η σημερινή ημέρα είναι αφιερωμένη στη μνήμη των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, των Ισαποστόλων.

εορτή της Ορθοδοξίας των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη

Σήμερα γιορτάζουν τα παρακάτω ονόματα, σύμφωνα με το εορτολόγιο:

  • Κωνσταντίνος, Κώστας, Κωστής, Κωσταντίνος, Κωνσταντίνα, Κωνσταντία, Κωσταντίνα, Κωστούλα, Ντίνα, Νάντια
  • Ελένη, Έλενα, Ελεάννα, Ελεάνα, Ελίνα, Λένα, Λενίτσα, Λένγκω, Λενιώ, Ελεονόρα, Ελεονώρα, Νόρα, Μαριλένα, Ελενάκι, Νίτσα, Νέλη

Ο Μέγας Κωνσταντίνος

Σύμφωνα με τον Συναξαριστή, ως πιθανές γενέτειρες του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρονται τόσο η Ταρσός της Κιλικίας όσο και το Δρέπανο της Βιθυνίας. Παρ’ όλα αυτά, η επικρατέστερη εκδοχή τοποθετεί τη γέννησή του στη Ναϊσό της Άνω Μοισίας, δηλαδή στη σημερινή Νις της Σερβίας. Το ακριβές έτος γέννησής του παραμένει άγνωστο, αλλά εκτιμάται ότι γεννήθηκε μεταξύ των ετών 272 και 288 μ.Χ.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος: Από τη στρατιωτική πορεία στη θεϊκή καθοδήγηση

Ο πατέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν ο Κωνστάντιος, γνωστός με την προσωνυμία «Χλωρός» λόγω της ωχρότητας του προσώπου του. Ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Μητέρα του ήταν η Αγία Ελένη, κόρη πανδοχέα από το Δρέπανο της Βιθυνίας.

Το 305 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια, έχοντας το αξίωμα του χιλίαρχου. Την ίδια χρονιά, οι δύο Αύγουστοι – Διοκλητιανός και Μαξιμιανός – παραιτούνται από την εξουσία. Τη θέση τους καταλαμβάνουν ο Κωνστάντιος Χλωρός στη Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Μετά τον θάνατο του Κωνστάντιου στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ., ο στρατός ανακήρυξε τον Κωνσταντίνο ως Αύγουστο, κάτι που δεν έγινε δεκτό από τον Γαλέριο.

Ακολούθησε περίοδος έντονων πολιτικών και στρατιωτικών αναταραχών. Ο Κωνσταντίνος ήρθε αντιμέτωπος με τον Μαξέντιο, γιο του Μαξιμιανού. Παρά το γεγονός ότι ο Μαξέντιος υπερείχε αριθμητικά, διαθέτοντας τετραπλάσιο στράτευμα, ο Κωνσταντίνος προχώρησε στη σύγκρουση, παρότι οι δυνάμεις του ήταν ήδη εξασθενημένες.

Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, όπως διηγείται ο ιστορικός Ευσέβιος, ο Κωνσταντίνος στράφηκε με προσευχή προς τον Θεό, αναζητώντας θεϊκή καθοδήγηση. Καθώς συλλογιζόταν τους υπόλοιπους συναυτοκράτορες που ακολουθούσαν την πολυθεΐα και είχαν όλοι άδοξο τέλος, στράφηκε στον Θεό του πατέρα του, υψώνοντας το δεξί του χέρι σε ικεσία. Τότε, φανερώθηκε στον ουρανό ένα θεϊκό σημείο: το τρόπαιο του Σταυρού με τη φράση «τούτῳ νίκα».

Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Χριστός εμφανίστηκε στον ύπνο του, δείχνοντάς του το ίδιο σημείο και προτρέποντάς τον να το αναπαραστήσει και να το φέρει ως λάβαρο στις μάχες.

Οπλισμένος με το νέο αυτό Χριστιανικό σύμβολο, ξεκίνησε την πορεία του προς τη Ρώμη, νικώντας κάθε εχθρό που βρέθηκε στον δρόμο του. Με την είσοδό του στην πόλη, έδειξε άμεσο ενδιαφέρον για τους Χριστιανούς, χωρίς όμως να περιοριστεί μόνο σε αυτούς. Ενημερωμένος για τις ανάγκες της Εκκλησίας της Αφρικής, προσέφερε γενναία οικονομική στήριξη από το κρατικό ταμείο για το έργο της διακονίας της.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος: Από τον Μιλανιανό Διάταγμα στην αιώνια μνήμη

Τον Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., στην πόλη Μεδιόλανα (σημερινό Μιλάνο), με αφορμή τον γάμο του Λικινίου με την Κωνσταντία, αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, συνάπτεται μια ιστορική συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών: το διάταγμα της ανεξιθρησκίας. Η συμφωνία αυτή διασφάλισε την ελευθερία λατρείας για όλους, θέτοντας τέλος στους διωγμούς κατά των Χριστιανών.

Ωστόσο, ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις. Ανάμεσά τους και η διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, η οποία απειλούσε τη θεολογική ενότητα της Εκκλησίας, αρνούμενη τη θεότητα του Χριστού. Ο αυτοκράτορας, με διάθεση ειρηνικής επίλυσης, απέστειλε τον πνευματικό του σύμβουλο, τον Όσιο Επίσκοπο Κορδούης, με επιστολές προς τον Άρειο και τον Επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο. Καθώς η διαφωνία παρέμενε, συγκάλεσε την Α’ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ. στη Νίκαια.

Η σύνοδος αυτή, με τη συμμετοχή 318 Επισκόπων, αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της Εκκλησίας. Ο Κωνσταντίνος, παρών στις εργασίες της, εντυπωσίασε με τη σεμνότητα και την πραότητά του. Στην εναρκτήρια ομιλία του, χαρακτήρισε τις διαιρέσεις μέσα στην Εκκλησία ως δεινότερες από τους ίδιους τους πολέμους και κάλεσε σε ενότητα πίστης. Η φράση του «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν» έμεινε στην ιστορία.

Μετά τη Σύνοδο, ο αυτοκράτορας φρόντισε για την εφαρμογή των αποφάσεών της. Εξέδωσε εγκυκλίους και απαγόρευσε τα συγγράμματα του Αρείου, επιτιμώντας αυστηρά τον ίδιο για τις κακοδοξίες του. Ωστόσο, το 327 μ.Χ., ο Άρειος παρουσιάζει νέα ομολογία πίστης, προκαλώντας σύγχυση και οδηγώντας σε επανεξέταση της υπόθεσης. Συγκαλείται νέα Σύνοδος, η οποία ανακαλεί τον Άρειο και άλλους επισκόπους από την εξορία. Αυτές οι εξελίξεις προκάλεσαν νέες εντάσεις.

Ο Μέγας Αθανάσιος, διάδοχος του Αλεξάνδρου στην Αλεξάνδρεια, αρνήθηκε να αποδεχθεί τον Άρειο. Ο αυτοκράτορας απείλησε με καθαίρεση τον Αθανάσιο, ενώ παράλληλα καθαιρέθηκαν και εξορίστηκαν άλλοι Ορθόδοξοι Επίσκοποι, όπως ο Άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας. Η Σύνοδος της Τύρου (335 μ.Χ.) καταδίκασε τον Αθανάσιο, ο οποίος αναζήτησε ακρόαση από τον αυτοκράτορα. Παρά την αρχική άρνηση, ο Κωνσταντίνος τελικά τον δέχτηκε, συγκινήθηκε από τα λόγια του και διέταξε επανεξέταση της υπόθεσης. Παρ’ όλα αυτά, υπό την πίεση των εχθρών του Αθανασίου, τον εξόρισε στα Τρέβιρα της Γαλατίας, χωρίς όμως να επικυρώσει την καθαίρεσή του.

Κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του, ο Μέγας Κωνσταντίνος έστρεψε την προσοχή του προς την πνευματική του πορεία. Την άνοιξη του 337 μ.Χ., αισθανόμενος την υγεία του να επιδεινώνεται, αποσύρεται στην Ελενόπολη της Βιθυνίας. Εκεί, στον ναό των Μαρτύρων, αφιερώθηκε στην προσευχή και την προετοιμασία για το τέλος του. Αντιλαμβανόμενος το επικείμενο τέλος, ζήτησε να βαπτιστεί.

Λίγο πριν τον θάνατό του, απευθυνόμενος στους Επισκόπους, είπε:
«Ήλθε η ώρα να λάβω το Άγιο Βάπτισμα που από καιρό επιθυμούσα… Ο Θεός, που γνωρίζει το συμφέρον μας, με αξίωσε να το λάβω τώρα. Ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία· αν μου δοθεί ζωή, θα ζήσω σύμφωνα με τις εντολές Του.»

Μετά το Βάπτισμα, ο Κωνσταντίνος δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά παρέμεινε ντυμένος με το λευκό ένδυμα του νεοφώτιστου μέχρι την κοίμησή του, την ημέρα της Πεντηκοστής του 337 μ.Χ.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβιο, η συγκίνηση του λαού ήταν μεγάλη. Οι στρατιώτες και οι πολίτες θρηνούσαν τον Κωνσταντίνο όχι μόνο ως αυτοκράτορα, αλλά ως πατέρα και ευεργέτη τους. Το σκήνωμά του τοποθετήθηκε σε χρυσή λάρνακα και μεταφέρθηκε με τιμές στην Κωνσταντινούπολη, όπου ενταφιάστηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων.

Η ιστορία τον ονόμασε δίκαια Μέγα, ενώ η Εκκλησία τον τιμά ως Ισαπόστολο, αναγνωρίζοντας τη συμβολή του στην εδραίωση του Χριστιανισμού.

Αγία Ελένη

Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία, γύρω στο 247 μ.Χ., και καταγόταν από ταπεινή οικογένεια. Στην ιστοριογραφία υπάρχουν διχογνωμίες σχετικά με τη σχέση της με τον Κωνστάντιο Χλωρό, καθώς ορισμένοι την αναφέρουν ως σύζυγο και άλλοι ως νόμιμη παλλακίδα του.

Μεταξύ των ετών 272 και 288 μ.Χ., η Ελένη γέννησε στη Ναϊσό της Μοισίας τον μετέπειτα Μέγα Κωνσταντίνο. Όταν, πέντε χρόνια αργότερα, ο Κωνστάντιος Χλωρός αναγορεύτηκε Καίσαρας από τον Διοκλητιανό, αναγκάστηκε να χωρίσει την Ελένη και να νυμφευθεί τη Θεοδώρα, θετή κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, ώστε να ενισχυθεί ο θεσμός της τετραρχίας. Παρά τον χωρισμό τους, ο Μέγας Κωνσταντίνος έτρεφε βαθύ σεβασμό και αγάπη για τη μητέρα του. Της απένειμε τον τίτλο της «Αυγούστας», απεικόνισε τη μορφή της σε νομίσματα και ονόμασε προς τιμήν της μια πόλη στη Βιθυνία.

Η Αγία Ελένη διέκρινε τη ζωή της για την ευσέβειά της και το φιλανθρωπικό της έργο. Ίδρυσε ή ανοικοδόμησε εκκλησίες στη Ρώμη (του Τιμίου Σταυρού), στην Κωνσταντινούπολη (των Αγίων Αποστόλων), στη Βηθλεέμ (βασιλική της Γεννήσεως) και στο Όρος των Ελαιών (βασιλική της Γεθσημανής).

Το 326 μ.Χ. μετέβη στα Ιεροσόλυμα, όπου, όπως μαρτυρεί ο Κύπριος χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς, «με μέγα κόπο, πολλή δαπάνη και απειλές» βρήκε τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου, μαζί με τους δύο σταυρούς των ληστών. Κατά την επιστροφή της στην Κωνσταντινούπολη, το 327 μ.Χ., επισκέφθηκε και την Κύπρο.

Η Αγία Ελένη εκοιμήθη ειρηνικά πιθανόν το ίδιο έτος, σε ηλικία περίπου 80 ετών. Ο Ευσέβιος μαρτυρεί πως προαισθάνθηκε τον θάνατό της και άφησε με διαθήκη την περιουσία της στον υιό και στους εγγονούς της.

Το τίμιο λείψανό της μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ενταφιάστηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων, όπως επιθυμούσε και ο Μέγας Κωνσταντίνος.

Η μνήμη της Αγίας Ελένης, μαζί με αυτή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τιμάται ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η σύναξή τους τελούνταν στη Μεγάλη Εκκλησία, στον ναό των Αγίων Αποστόλων και στον ιερό ναό τους στην Κινστέρνα του Βώνου.

Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, η τιμή τους ήταν μεγάλη. Χαρακτηριστική είναι η απεικόνιση του Μεγάλου Κωνσταντίνου και της μητέρας του να κρατούν από κοινού τον Τίμιο Σταυρό — μια παράδοση που επιβιώνει έως σήμερα μέσα από τα περίφημα «κωνσταντινάτα».

Πηγή: NetGreeks

Γίνετε μέλος της κοινότητάς μας στο Facebook και ενημερωθείτε πρώτοι για κάθε εξέλιξη!